(ζῷα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άνωδος — ἄνωδος, ον (Α) (για πουλιά) αυτός που δεν κελαηδάει … Dictionary of Greek
ἄνῳδα — ἄνῳδος songless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)